- κάθαιμος
- κάθαιμ-ος, ον,A bloody, τραύματα, σῖτα, E.IT1374, prob. in HF383 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάθαιμος — κάθαιμος, ον (Α) γεμάτος αίματα, καταματωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αιμος (< αἷμα), πρβλ. έν αιμος, σύν αιμος] … Dictionary of Greek
κάθαιμα — κάθαιμος bloody neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθαιμ' — κάθαιμα , κάθαιμος bloody neut nom/voc/acc pl κάθαιμε , κάθαιμος bloody masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)